-
1 лайнер
лайнер м το υπερωκεάνιο· воздушный \лайнер το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο* * *мτο υπερωκεάνιοвозду́шный ла́йнер — το μεγάλο επιβατικό αεροπλάνο
-
2 лайнер
[λάΐνιρ] ουσ. α. υπερωκεάνιο -
3 лайнер
[λάΐνιρ] ουσ α υπερωκεάνιο -
4 лайнер
-а α.σκάφος υπερωκεάνιο• αεροσκάφος. -
5 пароход
-а α.ατμόπλοιο, βαπόρι•окейн-ский пароход υπερωκεάνιο ατμόπλοιο•
пассажирный επιβατικό ατμόπλοιο•
почтовый пароход ταχυδρομικό ατμόπλοιο.
См. также в других словарях:
υπερωκεάνιο — το 1. μεγάλο επιβατικό πλοίο που διαπλέει τους ωκεανούς: Υπερωκεάνιο της γραμμής Λονδίνου Νέας Υόρκης. 2. γενικά κάθε επιβατικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερωκεάνιο — το, Ν βλ. υπερωκεάνιος … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
υπερωκεάνιος — α, ο / ὑπερωκεάνιος, ον, ΝΑ, και παλαιότ. τ. υπερωκεάνειος Ν αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερωκεάνιες κτήσεις» β. «ὑπερωκεάνιοι χῶραι», Φίλ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται διά μέσου τού ωκεανού («υπερωκεάνια ταξίδια») 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ασυρματιστής — ο αυτός που χειρίζεται τον ασύρματο: Ήταν ασυρματιστής σ ένα υπερωκεάνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προλιμένας — ο το εξωτερικό τμήμα του λιμανιού: Το υπερωκεάνιο αγκυροβόλησε στον προλιμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερωκεάνιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό: Υπερωκεάνιες χώρες. 2. αυτός που γίνεται διαμέσου του ωκεανού: Υπερωκεάνια ταξίδια. 3. το ουδ. ως ουσ., υπερωκεάνιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)